δι-

δι-
(από το αριθμ. επίρρ., δις=δύο), α’ συνθετ. ουσιαστικών και επιθέτων στα οποία προσδίδει τη σημασία του διπλασιασμού αυτού που δηλώνουν: Δι-ώροφο κτίσμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”